δημεραστης

δημεραστης
    δημεραστής
    δημ-εραστής
    -οῦ ὅ народолюб, друг народа Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δημεραστης" в других словарях:

  • δημεραστής — δημεραστής, ο (Α) ο εραστής τού δήμου αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τόν λαό …   Dictionary of Greek

  • δημεραστής — friend of the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημεραστήν — δημεραστής friend of the people masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημεραστάς — δημεραστά̱ς , δημεραστής friend of the people masc acc pl δημεραστά̱ς , δημεραστής friend of the people masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»